ὑπαγκάλιος

ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλιος
in the arms
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπαγκάλιος — ον, ΜΑ, και δ. γρφ. υπάγκαλος, ον, Α (για τέκνο) αυτός που μεταφέρεται στην αγκαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀγκάλη + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπαγκάλιοι — ὑπαγκάλιος in the arms masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπάγκαλος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. ὑπαγκάλιος …   Dictionary of Greek

  • υπαγκαλίδιος — ία, ον, Μ [ὑπαγκάλιος] αυτός που μεταφέρεται στην αγκαλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”